- παραλληλογραφικός
- -ή, -ό [παραλληλογράφος]φρ. «παραλληλογραφικός κανόνας»μαθημ. όργανο που αποτελείται από σύστημα τροχίσκων που τού επιτρέπει την παράλληλη μετατόπιση και το οποίο χρησιμοποιείται για τη χάραξη παράλληλων ευθειών.
Dictionary of Greek. 2013.